λαξεύεται

λαξεύεται
λαξεύω
hew in stone
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • στρας — το, Ν ποικιλία υάλου, πλούσια σε μόλυβδο, η οποία είτε χρωματίζεται με τη βοήθεια μεταλλικών οξειδίων για να χρησιμοποιηθεί ως απομίμηση διαφόρων πολύτιμων λίθων είτε λαξεύεται σε πέρλες για τη διακόσμηση ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < stras, διεθνής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”